παραλύσει

παραλύσει
παράλυσις
secret
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
παραλύσεϊ , παράλυσις
secret
fem dat sg (epic)
παράλυσις
secret
fem dat sg (attic ionic)
παραλύ̱σει , παραλύω
loose and take off
aor subj act 3rd sg (epic)
παραλύ̱σει , παραλύω
loose and take off
fut ind mid 2nd sg
παραλύ̱σει , παραλύω
loose and take off
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • ημιπληγία — Πλήρης ομοιόμορφη παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (σύστοιχο άνω και κάτω άκρο), που προκαλείται από συμπίεση της εγκεφαλικής ουσίας. Η συμπίεση αυτή μπορεί να οφείλεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, θρόμβωση εγκεφαλικών αγγείων, σε όγκους, σε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

  • κουλαίνω — και κουλλαίνω [κουλός] 1. κάνω κάποιον κουλό, ανάπηρο στα χέρια («κουλάθηκε στον πόλεμο») 2. χτυπώ το χέρι κάποιου και τόν κάνω να παραλύσει από τον πόνο («τού έριξε το βιβλίο πάνω στο χέρι και τόν κούλανε») …   Dictionary of Greek

  • μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”